αδιάλλακτος — αδιάλλακτος, η, ο και αδιάλλαχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμβιβάζεται, ασυμφιλίωτος, ασυμβίβαστος: Υποστηρίζει απόψεις αδιάλλακτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιάλλακτος — irreconcilable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάλλακτος — η, ο (Α ἀδιάλλακτος, ον) 1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος 2. α μετάπειστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλλάττω. ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα] … Dictionary of Greek
ἀδιαλλάκτω — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτως — ἀδιάλλακτος irreconcilable adverbial ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάλλακτον — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem acc sg ἀδιάλλακτος irreconcilable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτοις — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτου — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτους — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτων — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάλλακτα — ἀδιάλλακτος irreconcilable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)